Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



αἷμα, τὸ


Ερμηνεία:

 [του αἵματος, τα αἵματα][το κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί στο σώμα, μέσα από τα αγγεία (αρτηρίες και φλέβες με τη βοήθεια της καρδιάς που λειτουργεί σαν αντλία γιαυτή την κινητοποίηση. Το κόκκινο χρώμα του αίματος οφείλεται στην κόκκινη πρωτείνη που περιέχει το αίμα, την αιμοσφαιρίνη] 



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) αίμα, του αίματος (η έδρα της ζωής) , αιματοχυσία, φόνος, καταγωγή, γένος, Καινή Διαθήκη 97 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

…«ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι, καὶ κόκκινη σὰν τὸ αἷμα» … καὶ τὸ αἷμα τῆς ἐλάφου ἐχύθη ἐπάνω στὰ χιόνια,  [Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: